- κνημιοσφίγκτης
- ο εργαλείο με το οποίο σφίγγονται οι ακτίνες τών τροχών, ακτινοσφίγκτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο- (< κνήμη) + -σφίγκτης (< σφίγγω), πρβλ. ακτινο-σφίγκτης. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. serre-rais. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.